Εκτεταμένη αναζήτηση

Αρχική / ΒΙΒΛΙΑ / Βιβλία στα ελληνικά / Λογοτεχνία / Ελληνική πεζογραφία / ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Συλλογικό έργο

Εκδότης Εκδόσεις Καστανιώτη , ISBN 9789600344295

Μια ανθολογία ελληνικού διηγήματος του εικοστού αιώνα είναι, εκ των πραγμάτων, ένα εγχείρημα συνολικού χαρακτήρα. Οφείλει να αποτυπώνει μέσα από κατασταλαγμένες μορφές τόσο τις περιπέτειες της γραφής όσο και της γλώσσας αλλά και της χώρας που ανέδειξε τους επιλεγμένους διηγηματογράφους. Όσο απαραίτητοι είναι σε μια ανθολογία οι δημιουργοί-αγκωνάρια, οι δημιουργοί που σ' αυτούς αναφερόμαστε αυθόρμητα, σχεδόν χωρίς σκέψη, άλλο τόσο ενδυναμώνουν την ανθολογία αυτή οι δημιουργοί ήσσονος σημασίας. Οι συγγραφείς δηλαδή που αποτυπώνουν «στιγμές» και «εικόνες» ταπεινές και φαινομενικά ασήμαντες, που συχνά ξεφεύγουν από τον χείμαρρο των καταστάσεων που αναδεικνύουν τα κορυφαία μεγέθη. Και στη μία και στην άλλη περίσταση πρόκειται για δημιουργούς που η ιστορία της λογοτεχνίας έχει ήδη κατακυρώσει. Γιατί μια ανθολογία που φιλοδοξεί να περικλείσει έναν αιώνα δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε πειραματικές, ανιχνευτικές τάσεις, αλλά μονάχα σε ό,τι έχει ήδη καταξιώσει ο χρόνος και η μνήμη.

Περίληψη

Μια ανθολογία ελληνικού διηγήματος του εικοστού αιώνα είναι, εκ των πραγμάτων, ένα εγχείρημα συνολικού χαρακτήρα. Οφείλει να αποτυπώνει μέσα από κατασταλαγμένες μορφές τόσο τις περιπέτειες της γραφής όσο και της γλώσσας αλλά και της χώρας που ανέδειξε τους επιλεγμένους διηγηματογράφους. Όσο απαραίτητοι είναι σε μια ανθολογία οι δημιουργοί-αγκωνάρια, οι δημιουργοί που σ' αυτούς αναφερόμαστε αυθόρμητα, σχεδόν χωρίς σκέψη, άλλο τόσο ενδυναμώνουν την ανθολογία αυτή οι δημιουργοί ήσσονος σημασίας. Οι συγγραφείς δηλαδή που αποτυπώνουν «στιγμές» και «εικόνες» ταπεινές και φαινομενικά ασήμαντες, που συχνά ξεφεύγουν από τον χείμαρρο των καταστάσεων που αναδεικνύουν τα κορυφαία μεγέθη. Και στη μία και στην άλλη περίσταση πρόκειται για δημιουργούς που η ιστορία της λογοτεχνίας έχει ήδη κατακυρώσει. Γιατί μια ανθολογία που φιλοδοξεί να περικλείσει έναν αιώνα δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε πειραματικές, ανιχνευτικές τάσεις, αλλά μονάχα σε ό,τι έχει ήδη καταξιώσει ο χρόνος και η μνήμη.

Πληροφορίες προϊόντος

  • Συγγραφέας Ροΐδης, Εμμανουήλ Δ., 1836-1905,Νάκου, Λιλίκα,Γιαννόπουλος, Αλκιβιάδης,Ιωάννου, Γιώργος,Ιατρίδη, Ιουλία,Παναγιωτόπουλος, Ι. Μ. ,Αλαβέρας, Τηλέμαχος,Γκρίτση - Μιλλιέξ, Τατιάνα,Μητροπούλου, Κωστούλα,Μηλιώνης, Χριστόφορος,Νόλλας, Δημήτρης,Αξιώτη, Μέλπω,Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ., 1861-1920,Πλασκοβίτης, Σπύρος 1917-2000,Καραγάτσης, Μ.,Λουντέμης, Μενέλαος, 1906-1977,Γλέζος, Πέτρος,κ.ά.,Καζαντζής, Τόλης,Βασιλικός, Βασίλης,Σαμαράκης, Αντώνης,Ξενόπουλος, Γρηγόριος,Δούκας, Στρατής,Πέλλας, Όμηρος 1921-1962,Βικέλας, Δημήτριος, 1835-1909,Μυριβήλης, Στράτης, 1890-1969,Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος,Αμπατζόγλου, Πέτρος,Αλεξανδρόπουλος, Μήτσος,Μητσάκης, Μιχαήλ, 1863-1916,Παπά, Κατίνα Γ., 1903-1958,Λαζαρίδης, Μάρκος,Γρηγόρης, Γεράσιμος,Παπαδημητρίου, Έλλη 1906-1993,Αλεξίου, Έλλη,Βουτυράς, Δημοσθένης,Αποστολίδης, Ρένος Η.,Θεοτόκης, Κωνσταντίνος,Βιζυηνός, Γεώργιος Μ., 1849-1897,Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας 1930,Δημητρίου, Σωτήρης,Καζαντζάκη, Γαλάτεια,Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922,Βενέζης, Ηλίας, 1904 -1974,Αλαβέρας, Τηλέμαχος
  • Eκδότης Εκδόσεις Καστανιώτη
  • Επιμελητής Νιάρχος, Θανάσης Θ.
  • Ανθολόγος Νιάρχος, Θανάσης Θ.
  • ISBN 9789600344295
  • Κωδικός Ευριπίδη 010100033357
  • Έτος κυκλοφορίας 1979
  • Σελίδες 480
  • Διαστάσεις 24χ17
  • Βάρος 0 gr

Ροΐδης, Εμμανουήλ Δ., 1836-1905

Συγγραφέας

O Eμαννουήλ Pοΐδης γεννήθηκε στη Σύρο το 1836. Γιος πλούσιας οικογένειας έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Eυρώπη. Tο 1841 εγκαθίσταται στη Γένοβα όπου η φιλελεύθερη επανάσταση του 1848-49 τον σημαδεύει αποφασιστικά στους ιδεολογικούς του προσανατολισμούς. Kατόπιν επιστρέφει στην Eρμούπολη για να φοιτήσει στο ελληνοαμερικανικό λύκειο, αργότερα στο Bερολίνο για να παρακολουθήσει μαθήματα φιλοσοφίας και καταλήγει στη Pουμανία. Aπό το 1864 και μετά ζει μόνιμα στην Aθήνα. Tο 1866 κυκλοφορεί το βιβλίο του "H Πάπισσα Iωάννα" που αφορίζεται από την εκκλησία και προκαλεί τη δικαστική του δίωξη. Πέθανε στην Aθήνα το 1904.

Νάκου, Λιλίκα

Συγγραφέας

Λιλίκα Νάκου (1904-1989). Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Λιλίκας Νάκου βλ. Κοκκίνης Σπύρος, «Aνέκδοτη βιογραφία της Λιλίκας Νάκου», Πάροδος 7, 4/1991, σ.496-498, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Νάκου Λιλίκα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Νάκας Θανάσης, Συνέντευξη με τη Λιλίκα Νάκου, Τομές48, 5/1979, σ.4-15, Ζήρας Αλεξ., «Νάκου Λιλίκα», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 7. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Παρίσης Νικήτας, «Λιλίκα Νάκου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.184-202. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γιαννόπουλος, Αλκιβιάδης

Συγγραφέας

Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981). Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Αγησίλαου Γιαννόπουλου από την Ήπειρο και της Μαρίας - Ευρυδίκης το γένος Σπηλιάδη. Ο πατέρας του ήταν οικονομολόγος και διευθυντής της εφημερίδας του Δημητρίου Κορομηλά Εφημερίς. Στο χώρο των γραμμάτων ήταν γνωστός κυρίως για την εισαγωγή - μανιφέστο του νατουραλισμού, που έγραψε για την πρώτη ελληνική μετάφραση της Νανά του Ζολά (από τον Καμπούρογλου). Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Αλκιβιάδης με τη μητέρα του και τα έξι αδέρφια του έφυγαν αρχικά για τη Μασσαλία και στη συνέχεια για το Μιλάνο. Εκεί τέλειωσε ιταλικό σχολείο και κράτησε επαφή με τα ελληνικά χάρη στην αδερφή του Ιωάννα. Το 1915 γράφτηκε στο φυσικομαθηματικό τμήμα του Πολυτεχνείου στο Μιλάνο και ήρθε σε επαφή με το ρεύμα του φουτουρισμού, από το οποίο ήταν επηρεασμένα τα πρώτα πεζογραφήματά του στα ιταλικά. Διατήρησε αλληλογραφία με τον Marinetti και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Frecia Futurista. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1917 για να υπηρετήσει στο στρατό, και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1920 μετά το θάνατο της μητέρας του και δυο αδελφών του (μεσολάβησε επιστροφή του στο Μιλάνο το 1919, οπότε διέκοψε τις σπουδές του και εργάστηκε στην τράπεζα Credito Italiano. Τότε ξεκίνησε η συνεργασία του στην έκδοση του βραχύβιου περιοδικού Zibaldone). Προσλήφθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και ζήτησε να εργαστεί στο παράρτημα της Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες, όπου δημοσίευσε το ποίημα Σονέττο με απώτερο σκοπό και το πρώτο του ελληνόφωνο πεζό με τίτλο Κεφάλια στη σειρά (1932). Η λογοτεχνική του παραγωγή της περιόδου της Θεσσαλονίκης έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από την κριτική. Το 1938 μετατέθηκε στον Πειραιά, όπου βίωσε τον πόνο του θανάτου της αδερφής του Ιωάννας, με την οποία ζούσε. Το 1942 παντρεύτηκε τη ζωγράφο Γεωργία Τερλίδου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος μαζί με τη σύζυγό του στην Εθνική Αντίσταση και αγωνίστηκε επίσης μέσα από τα γραπτά του. Το 1953 παραιτήθηκε από τη θέση του στην Τράπεζα και στη συνέχεια εργάστηκε στη Διεύθυνση Μελετών του Υφυπουργείου Τύπου, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σύνταξη Ελληνικής Βιβλιογραφίας (1958-1968) σε τρεις γλώσσες. Από τη θέση αυτή απολύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1963 για τη συλλογή Η τυφλόμυγα και 1974 για τα Επτά αστάθμητα διηγήματα). Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (από το 1948) και πρόεδρός της (1976 ως το θάνατό του). Πέθανε σε ηλικία ογδονταπέντε χρόνων στην Αθήνα. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1932 με την πρώτη δημοσίευση του διηγήματός του Κεφάλια στη σειρά στο περιοδικό Μακεδονικά Γράμματα. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως με το διήγημα αυτό ξεκινά στην ουσία η δεύτερη περίοδος της λογοτεχνικής του πορείας, καθώς είχε προηγηθεί η ιταλόφωνη παραγωγή του, από την οποία διατήρησε πολλά στοιχεία. Το έργο του εντάσσεται στο χώρο της νεωτερικής λογοτεχνίας της γενιάς του Τριάντα και χαρακτηρίζεται κυρίως από αντιρεαλιστική γραφή, ανατροπή της πλοκής, διάκριση φυσικού και ψυχολογικού χρόνου, ονειρικό στοιχείο, η υπαρξιστική αγωνία. Σημειώνουμε ενδεικτικά το Δάσος με τους πιθήκους και το μοναδικό του μυθιστόρημα με τίτλο Η σαλαμάντρα. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή, την κριτική, τη μελέτη, το δοκίμιο, τη λογοτεχνική μετάφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Γιαννόπουλος Αλκιβιάδης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Κεχαγιά - Λυπουρλή Α., «Γιαννόπουλος Αλκιβιάδης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Κεχαγιά - Λυπουρλή Αγλαϊα, «Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Γ΄, σ.92-159. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ιωάννου, Γιώργος

Συγγραφέας

Ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1927 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και ήταν ο πρωτότοκος από τα τέσσερα παιδιά της μικροαστικής οικογένειάς του. Τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια τα έζησε στη Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση το διάστημα της Κατοχής, όταν για να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς, αυτός και τα αδέλφια του κατέφυγαν στη Χαλκιδική και στη συνέχεια στην Αθήνα. Η περίοδος της Κατοχής έχει σημαδέψει έντονα τη ψυχή του και επανέρχεται συχνά στο συγγραφικό του έργο. Το 1947 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. απ' όπου αποφοίτησε το 1950. Στη συνέχεια εργάστηκε για λίγο καιρό ως φιλόλογος και τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή τα Ηλιοτρόπια. Το 1954 διορίστηκε βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα (1955) και προσελήφθη στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου δίδαξε ένα χρόνο. Την περίοδο 1956-1959 δίδαξε σε ιδιωτικά γυμνάσια της Αθήνας και της επαρχίας, ενώ παράλληλα ήταν και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος στο οποίο το 1959 δημοσίευσε 18 ποιήματα. Το 1960 διορίστηκε στη δημόσια εκπαίδευση και τοποθετήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας. Το 1961 άρχισε να γράφει τα πρώτα του πεζά έργα και αποσπάστηκε στη Βεγγάζη της Λιβύης όπου ίδρυσε το Ελληνικό Γυμνάσιο. Από τη Λιβύη επέστρεψε στην Κυνουρία το 1963. Το 1964 κυκλοφόρησε το "Για ένα φιλότιμο" το πρώτο του βιβλίο με πεζογραφήματα. Μετά το 1974 έγινε βασικό μέλος της επιτροπής που ετοίμασε το Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού και ο εισηγητής των περισσότερων κειμένων που ανθολογήθηκαν από το 1975 στα Νεοελληνικά αναγνώσματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 1979 μετατέθηκε ως γυμνασιάρχης στο Καρλόβασι της Σάμου, αλλά παρέμεινε αποσπασμένος στο υπουργείο Παιδείας. Το 1980 ο Ιωάννου κέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο πεζογραφίας για το βιβλίο του "Το δικό μας αίμα". Το 1985 μετά από εγχειρητικό σηψαιμικό σοκ πέθανε στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο. Το ποιητικό του έργου εκτός από τα "Ηλιοτρόπια" περιλαμβάνει: "Τα χίλια δέντρα" Διαγώνιος Θεσσαλονίκη 1963, "Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα 1954-1963" Ερμής, 1973. Το πεζογραφικό του έργο περιλαμβάνει τα εξής έργα: "Η σαρκοφάγος" Ερμής, Αθήνα 1971· "Η μόνη κληρονομιά", Ερμής, Αθήνα 1974· "Το δικό μας αίμα" Ερμής 1978· "Ομόνοια" Οδυσσέας, Αθήνα 1980· "Επιτάφιος θρήνος" Κέδρος, Αθήνα, 1980· "Κοιτάσματα", Ορέστης, Αθήνα, 1980· "Πολλαπλά κατάγματα" Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1980 κ.ά. Θεατρικά: "Το αυγό της κότας" και "Η Μεγάλη Άρκτος" (1981). Μεταφραστικά: Ευριπίδη "Ιφιγένεια η εν Ταύροις", Κέδρος Αθήνα 1969· Τάκιτου: "Γερμανία" (1980)· "Παλατινή Ανθολογία". Στράτωνος: "Μούσα παιδική", Κέδρος, Αθήνα 1980. Φιλολογικά: "Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας", Διαγώνιος Θεσσαλονίκη, 1965· "Τα δημοτικά μας τραγούδια", Ταχυδρόμος, Αθήνα 1966· "Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού", Ταχυδρόμος, Αθήνα, 1966· "Παραλογές", Ερμής Αθήνα 1970· "Καραγκιόζης" (3 τόμοι) Ερμής, Αθήνα 1973· "Παραμύθια του λαού μας" Ερμής, Αθήνα 1973· "Αλεξάνδρεια 1916, Ημερολόγιο Φίλιππου Δραγούμη", Δωδώνη, Αθήνα 1984. Περιοδικά: "Φυλλάδιο", τεύχη 1-6, 1978-1982, τεύχη 7-8. Παιδικά: "Ο Πίκος και η Πίκα", Αθήνα 1986.

Ιατρίδη, Ιουλία

Συγγραφέας

Ιουλία Ιατρίδη (1914 - 1996). Η Ιουλία Ιατρίδη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του Ιωσήφ Μπουστίντουι, ισπανού αρχιμουσικού που διετέλεσε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για πολλά χρόνια. Σπούδασε ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια ισπανικών στο διδασκαλείο ξένων γλωσσών του πανεπιστημίου Αθηνών και ως δασκάλα βιολιού στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου για δεκαπέντε χρόνια · παράλληλα σταδιοδρόμησε ως σολίστ σε ευρωπαϊκές ορχήστρες. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1950 με δημοσιεύσεις διηγημάτων της στη Νέα Εστία. Δυο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο στο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος της εφημερίδας Herald Tribune της Νέας Υόρκης για το διήγημά της Όλη νύχτα μαζί (εκδόθηκε με τίτλο Η νύχτα του Μιχάλη) και εξέδωσε το βιβλίο Τρία Πρόσωπα (τρεις νουβέλες). Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο Κώστα Ουράνη (1959 για το μυθιστόρημα Καβαλλάρης στον άνεμο), το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας (1964 για το μυθιστόρημα Τα πέτρινα λιοντάρια), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας (1978 για τη μυθιστορηματική βιογραφία του Λόπε ντε Βέγκα με τίτλο Πυρίγονος), το βραβείο Μάθιους (1995 για το σύνολο του έργου της). Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική και θεατρική μετάφραση (Θερβάντες, Λόπε ντε Βέγκα, Βάλιε Ινκλάν, Τίρσο ντε Μολίνα, Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κ.α.) και τις διασκευές λογοτεχνικών έργων για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση (Κάφκα, Τσέχωφ, Ζιρωντού κ.α.). Συνεργάστηκε με το περιοδικό Ευθύνη, από τις στήλες του οποίου ασχολήθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής της με το ζήτημα της ελληνικής γλώσσας. Υπήρξε αντιπρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας, καθώς επίσης μέλος του Πεν-Κλαμπ και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Πέθανε στην Αθήνα. Στο λογοτεχνικό έργο της Ιουλίας Ιατρίδη κυριαρχεί η θεματική γύρω από την προσπάθεια του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και το παράλογο της φθαρτής ζωής και να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ιουλίας Ιατρίδη βλ. Αφρουδάκης Άγγελος, «Ιουλία Ιατρίδη», Η μεταπολεμική πεζογραφία· Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Γ΄, σ.116-125. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Πετρής Τάσος Ν., «Ιατρίδη Ιουλία», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παναγιωτόπουλος, Ι. Μ.

Συγγραφέας

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (1901-1982). Ο Ι[ωάννης] Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982. Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας "Ελλάδα" το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά "Ναυτική Δόξα", "Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο". Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού "Μούσα" των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Ζωή", η "Νέα Ζωή", τα "Νέα Γράμματα", το "Νέον Κράτος", η "Νέα Εστία", η "Πρωία", η "Ελευθερία", ενώ συνεργάστηκε επίσης στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή "Το βιβλίο της Μιράντας" του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή "Αλκυόνη", γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του "Αστροφεγγιά" (1945), "Χαμοζωή" (1946), και "Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά" (1956 - Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., "Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, "Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., "Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γκρίτση - Μιλλιέξ, Τατιάνα

Συγγραφέας

Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ (1920-2005). Η Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα (στο Θησείο), κόρη του Μιχάλη Γκρίτση και της Ελένης Σάλαρη. Τέλειωσε το Γυμνάσιο με μαθήματα κατ’ οίκον, ενώ ασχολήθηκε για λίγο και με το χορό. Το 1942 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά από σύντομο διάστημα παρακολούθησης μαθημάτων εγκατέλειψε τις σπουδές της και στράφηκε στην εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας (Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών) και στη φωνητική (Ελληνικό Ωδείο). Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ (τον γνώρισε στο Γαλλικό Ινστιτούτο), με τον οποίο απέκτησε αργότερα δυο παιδιά. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και ως εθελόντρια στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Από το 1945 ως το 1975 ταξίδεψε -με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα- στη Γαλλία, την Κύπρο και την Ιταλία. Στη Γαλλία (1945-1946) οι Μιλλιέξ συνέχισαν τη δράση τους υπέρ της Ελλάδας και η Τατιάνα παρακολούθησε παράλληλα μαθήματα ιστορίας τέχνης και αισθητικής στο Λούβρο. Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι με θέμα της την αντιστασιακή δράση των ελληνίδων. Μετά την ανάληψη από τον Μιλλιέξ της διεύθυνσης σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (1947) επέστρεψαν στην Αθήνα, όπου παρέμειναν ως το 1959. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εργάστηκε στο κέντρο Μικρασιατικών Μελετών, πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής ανά την Ελλάδα και εντατικοποίησε τη συγγραφική της δραστηριότητα. Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος παραμονής του ζευγαριού στην Κύπρο (1959-1971), όπου ο Ροζέ εργάστηκε στο εκεί Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο και η Τατιάνα στράφηκε σε προσπάθειες για την πολιτιστική αναβάθμιση του τόπου. Στη συνέχεια έφυγαν για τη Γένοβα της Ιταλίας. Εκεί έδρασαν υπέρ της ίδρυσης έδρας νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο και ενάντια στη δικτατορία του Παπαδόπουλου, που είχε στο μεταξύ αφαιρέσει από την Τατιάνα την ελληνική υπηκοότητα. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψαν στην Ελλάδα και η Μιλλιέξ εργάστηκε στο ΕΙΡ (1974-1975, 1983-1984) και την ΕΡΤ2 (1984-1985) ως υπεύθυνη εκπομπών. Ως δημοσιογράφος και κριτικός συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες ["Ανεξάρτητος Τύπος" (1957-1959), "Ανένδοτος" (1964-1965), "Αυγή" (1974-1977), "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" (1976-1984), "Τα Νέα" (Κύπρου - 1964-1970), "Δημοκρατική" (Κύπρου) κ.α.] και με πάρα πολλά περιοδικά. Ήταν μέλος της Ακαδημίας Racine του Παρισιού, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πεν Κλαμπ, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, της Εταιρείας Κριτικών και Εικαστικών Τεχνών και της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (πρόεδρος από το 1981 ως το 1986). Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος, το βραβείο των Δώδεκα, το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα τα ξημερώματα της Κυριακής 13.2.2005, σε ηλικία 85 ετών. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1945 με δημοσιεύσεις διηγημάτων της στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε παράνομα κυκλοφορήσει μια μετάφραση του έργου του Βερκόρ (Ζαν Μπριλέ) "Η σιωπή της θάλασσας", ενώ ασχολήθηκε επίσης με θεατρικές μεταφράσεις που ανέβηκαν από τους θιάσους Βουτέρη, Κατράκη και άλλων. Το πρώτο της βιβλίο "Πλατεία Θησείου" εκδόθηκε το 1947 και από τότε, κάθε δυο τρία χρόνια κυκλοφορούσε ένα νέο βιβλίο. Σημειώνεται επίσης η έκδοση από τον Κέδρο το 1973 (με τίτλο "Σπαράγματα") μέρους του αρχείου της που σώθηκε από την κατάσχεση της απριλιανής δικτατορίας. Βασικά χαρακτηριστικά του πεζογραφικού έργου της είναι η έμφαση στην απεικόνιση ψυχολογικών διεργασιών με συνακόλουθη χαλάρωση της δομής και της συνοχής των κειμένων της. Έντονη είναι επίσης στη γραφή της η ποιητική διάσταση του λόγου, η παρουσία των στοιχείων της φαντασίας, της μνήμης, βιωματικής και διακειμενικής, και του εσωτερικού χρόνου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Τατιάνα Γκρίτση - Μιλλιέξ βλ. Γιαλουράκης, Μανώλης, "Μιλλιέξ - Γκρίτση Τατιάνα", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια τη

Μητροπούλου, Κωστούλα

Συγγραφέας

Η Κωστούλα Μητροπούλου (1933-2004) γεννήθηκε στον Πειραιά, κόρη του δικηγόρου, πολιτικού και ιστορικού συγγραφέα Γιάννη Μητρόπουλου και της Σοφίας Λούμου, η οποία της κληροδότησε την αγάπη της για τη μουσική (είχε σπουδάσει πιάνο). Μέσω του πατέρα της, η Κωστούλα αγάπησε από νεαρή ηλικία τη λογοτεχνία και το θέατρο. Αδελφή της κεραμίστριας και ζωγράφου Κάτιας Μητροπούλου, μετά το Γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές της στο τρίτο έτος. Την πρώτη εμφάνισή της στο χώρο της λογοτεχνίας έκανε το 1955, με δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων στην εφημερίδα "Η Βραδυνή". Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στην πειραϊκή έκδοση "Το περιοδικό μας" και εξέδωσε το μυθιστόρημα "Η χώρα με τους ήλιους". Το 1963 έγραψε τους στίχους των τραγουδιών του δίσκου "Ο Δρόμος" του Μάνου Λοΐζου. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, προσωπικοί λόγοι ωστόσο την ανάγκασαν να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου συνελήφθη λόγω της πολιτικής της ένταξης στην Αριστερά. Εξέδωσε, όσο ζούσε, 46 βιβλία εν όλω: 21 μυθιστορήματα, 12 συλλογές με διηγήματα, τρεις νουβέλες, ένα χρονικό, οκτώ θεατρικά έργα και μια επιλογή από άρθρα της δημοσιευμένα στην εφημερίδα "Έθνος", όπου συνεργαζόταν δώδεκα χρόνια με δική της στήλη. Της απονεμήθηκε το Βραβείο Πεζογραφίας των Δώδεκα το 1963 για το "Πρόσωπα και φιγούρες", το Βραβείο Καλύτερου Έργου και Παράστασης το 1977 για το "Τέσσερις ερημιές", το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1984 για τη "Μεγέθυνση" και το Βραβείο European Script Fund το 1989 για το σενάριό της "Το παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή". Η ευαισθησία της την έφερε κοντά στα νέα ρεύματα της λογοτεχνίας στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, ως πεζογράφο και θεατρική συγγραφέα, και ειδικότερα κοντά στο γαλλικό "Νέο Μυθιστόρημα" ή "Αντι-μυθιστόρημα". Έργα της μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες: "Το χρονικό των τριών ημερών" (Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία), "Περιθωριακή ζωή" (Γερμανία, Ολλανδία), "Μουσική για μια αναχώρηση" (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία), "Νταλίκα" (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο), "Έξι ρόλοι για σολίστες" (Γαλλία, Ιταλία, Βενεζουέλα), "Ο τελεταίος μου ρόλος", "Η πρόβα", "Το τέλος" (Λατινική Αμερική, Ν. Υόρκη), "Η τελευταία παράσταση" (Αυστραλία), "Το μυθιστόρημα της νύχτας", "Όσκαρ", "Τεμαχισμένη επιθυμία" (Κολωνία), "Με τον νόμο", "Τεμαχισμένη επιθυμία, ένας ρόλος για κλόουν" (Μόναχο), "Το ρίσκο" (Γαλλία, Ελβετία), "Η φωτογραφία του σταθμού είσαι εσύ" (Ιταλία), "Να φτύνεις αίμα, να λες έφαγα βύσσινο" (Ιταλία). Γνωστοί συνθέτες όπως οι: Μάνος Λοΐζος, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Νίκος Δανίκας, Χρήστος Νικολόπουλος κ.ά. έχουν μελοποιήσει στίχους της. Το 1969 συνυπέγραψε τη δήλωση διαμαρτυρίας για τη λογοκρισία, μαζί με άλλους δεκαεπτά λογοτέχνες. Ένα χρόνο αργότερα, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας έλυσε τη συγγραφική σιωπή της (που τήρησε από το 1967) και δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Αντίστροφη μέτρηση". Το έργο της διδάσκεται στα ελληνικά Πανεπιστήμια, στην Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Μεξικό και Σικελία. Κυκλοφορούν μελέτες για τα βιβλία της και το θέατρό της. Πέθανε σε ηλικία 71 ετών στις 31 Γενάρη του 2004. Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Κωστούλας Μητροπούλου βλ. Μανώλης Γιαλουράκης, "Μητροπούλου Κωστούλα", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, "Κωστούλα Μητροπούλου", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67", τ. Ε΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, χ.σ., "Μητροπούλου Κωστούλα", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Αλέξης Ζήρας, "Μητροπούλου Κωστούλα", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, ΕΚΕΒΙ)

Μηλιώνης, Χριστόφορος

Συγγραφέας

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης (1932-2017) γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή και σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στην Ελλάδα και την Κύπρο, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας που συνέταξε τα "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" Γυμνασίου/Λυκείου, και μέλος των συντακτικών ομάδων των περιοδικών των Ιωαννίνων "Ενδοχώρα" και "Δοκιμασία". Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954, με διήγημά του, στο περιοδικό "Ηπειρωτική Εστία". Ακολούθησαν τα βιβλία διηγημάτων (από τους σημαντικότερους του είδους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα): "Παραφωνία" (1961)· "Το πουκάμισο του Κένταυρου" (1971)· "Τα διηγήματα της δοκιμασίας" (1978)· "Το πουκάμισο του Κένταυρου και τ’ άλλα διηγήματα" (1982, συγκεντρωτική έκδοση)· "Καλαμάς κι Αχέροντας" (1985)· "Χειριστής ανελκυστήρος" (1993)· "Το μικρό είναι όμορφο" (1997)· "Τα φαντάσματα του Γιορκ" (1999)· "Μια χαμένη γεύση" (1999)· "Η φωτογένεια" (2002), "Ακροκεραύνια" (1976)· "Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών" (2005) και τα μυθιστορήματα: "Δυτική συνοικία" (1980)· "Ο Σιλβέστρος" (1987). Έγραψε επίσης φιλολογικές μελέτες, δοκίμια και μετέφρασε κείμενα από τα αρχαία ελληνικά. Αρκετά άρθρα του δημοσιεύτηκαν στη "Φιλολογική Καθημερινή" και αργότερα στα "Νέα". Για το έργο του τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986), με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (2000) και με το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005). Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ήταν σύζυγος της καθηγήτριας της Γαλλικής Φιλολογίας Τατιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη. Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου 2017, σε ηλικία 84 ετών. Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας έγραψε για το έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη: "Κεντρική σημασία σε όλα τα πεζά του έχει η μνήμη, ο απεριόριστος και αεικίνητος χρόνος της αναθύμησης, της αναπόλησης. Όλα συμβαίνουν εκεί, καθώς σχεδόν όλες οι ιστορίες του εκκινούν από προσωπικά βιώματα και αναπτύσσονται έπειτα διασταλτικά μέσω της συγγραφικής φαντασίας, με τη χρησιμοποίηση προσώπων που αφηγούνται για λογαριασμό του. [...] Κεντρικό ρόλο στις μικρές και μεγάλες ιστορίες του Μηλιώνη παίζει το περιβάλλον, συνήθως ο εξω-αστικός χώρος, η ενδοχώρα των Ιωαννίνων και το φυσικό τοπίο της, εκεί όπου ο ίδιος άρχισε να σχηματίζεται ως συνείδηση και εκεί όπου απέκτησε τα νεανικά και παιδικά του βιώματα, συσχετισμένα σχεδόν πάντοτε με το βαρύ αποτύπωμα της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου, και των δραματικών επιπτώσεών της δράσης της στη ζωή των ανθρώπων. [...] Ο μετρημένος, βασανισμένος, ασκητικός μικρόκοσμος της Ηπείρου έγινε μέσω της λογοτεχνικής του αναπαράστασης ο κόσμος της δημιουργικής φαντασίας που τον έκαναν στη συνέχεια αγαπητικά δικό τους οι αναγνώστες του. Αυτός ο λογοτεχνικός χώρος έγινε, βιβλίο το βιβλίο, το πεδίο της νοσταλγικής του καταφυγής, της κάθαρσης από τη φθορά του αστικού βίου, της λύτρωσης από τον ισοπεδωτικό και απρόσωπο ρυθμό της ζωής στην πόλη. Ακόμα κι όταν δεν κατονομάζεται γεωγραφικά, υπονοείται καθαρά από την υποβλητική περιγραφή του αδρού, ορεινού τοπίου και των αρχέγονων σχέσεων των ανθρώπων. Από την ελεγειακή ψυχική διάθεση όσων έζησαν εκεί σε συνθήκες άκρως λιτοδίαιτες αλλά πλούσιες ως προς την εσωτερική ζωή". (Πηγή: Εταιρεία Συγγραφέων)

Νόλλας, Δημήτρης

Συγγραφέας

Ο Δημήτρης Α. Νόλλας γεννήθηκε το 1940 στην Αδριανή Δράμας από γονείς Ηπειρώτες. Η οικογένεια του εκτοπίστηκε από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στην Αθήνα και την Φρανκφούρτη νομικά και κοινωνιολογία, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του καθώς η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, απ' την οποία αντλούσε το εισόδημά του, τον υποχρέωσε να οδηγηθεί αρκετά νωρίς στην βιοπάλη. Έκτοτε έζησε και εργάστηκε για μεγάλα διαστήματα στην πάλαι ποτέ Δ. Ευρώπη (1962-1975). Έγραψε και ραδιοσκηνοθέτησε παιδικές εκπομπές για το ραδιόφωνο και σκηνοθέτησε για την κρατική τηλεόραση ενημερωτικές εκπομπές (1975-97). Δίδαξε τεχνική σεναρίου στο τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου (1993-95). Στην δεκαετία του '80 συνεργάστηκε σε σενάρια κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με τους σκηνοθέτες Χατζή, Παναγιωτόπουλο, Αγγελόπουλο, Σμαραγδή, Λαμπρινό και Βούλγαρη. Μεταξύ 2004-2007 διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Διακρίσεις: - Ford Foundation Grant (1975-76) - Fullbright Grand για το International Writing Program του Πανεπιστημίου της lowa (1978) - Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1983) - Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1993) - Βραβείο Διηγήματος περιοδικού "Διαβάζω" (1996) - Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή διηγημάτων "Ο παλαιός εχθρός" (2004) - Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2014) Βιβλία του Δημήτρη Νόλλα: 1. "Νεράιδα της Αθήνας" (νουβέλα), Άμστερνταμ 1974, Επιφάνεια 1975, Νεφέλη 1982, Καστανιώτης 2004 2. "Πολυξένη" (νουβέλα), Αθήνα 1974, Τραμ 1978, Νεφέλη 1982, Καστανιώτης 2004. 3. "Το τρυφερό δέρμα" (διηγήματα), Καστανιώτης 1982, 1984, 1998. 4. "Τα καλύτερα χρόνια" (νουβέλα), Καστανιώτης 1984, 1987. 5. "Το πέμπτο γένος" (νουβέλα), Καστανιώτης 1988. 6. "Ονειρεύομαι τους φίλους μου" (διηγήματα), Καστανιώτης 1990, 1991, 1999. 7. "Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα" (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 1992, 1994, 2011. 8. "Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε" (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 1994, 1995. 9. "Τα θολά τζάμια" (διηγήματα), Καστανιώτης 1996, 1997. 10. "Μικρά ταξείδια" (δοκίμια), Καστανιώτης 1998, 1999. 11. "Φωτεινή μαγική" (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 2000. 12. "Η Παναγίτσα του μπερντέ" (διήγημα), Μεταίχμιο 2002. 13. "Από τη μια εικόνα στην άλλη" (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 2003. 14. "Ο παλαιός εχθρός" (διηγήματα), Καστανιώτης 2004. 15. "Φύλλα καπνού" (δοκίμια), Εστία 2005. 16. "Ναυαγίων πλάσματα" (νουβέλα), Κέδρος 2009. 17. "Ο καιρός του καθενός" (μυθιστόρημα), Καστανιώτης 2010. 18. "Στον τόπο" (διηγήματα), Ίκαρος, 2012. 19. "Το ταξίδι στην Ελλάδα" (μυθιστόρημα), Ίκαρος, 2013. κ.ά. Μεταφράσεις: "Une peau douce: nouvelles".[tr.by]: Francoise Arvanitis. Hatier, 1993. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ανθολογίες (γερμανικά, αγγλικά, ολλανδικά, σερβικά, τσέχικα και γαλλικά).

Αξιώτη, Μέλπω

Συγγραφέας

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973). Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολί

Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ., 1861-1920

Συγγραφέας

Iωάννης Κονδυλάκης (1861-1920). Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε στην Άνω Βιάννο της Κρήτης, γόνος γνωστής οικογένειας αγωνιστών του νησιού. Σε παιδική ηλικία κατέφυγε ως πρόσφυγας με την οικογένειά του στον Πειραιά και επέστρεψε στη γενέτειρά του το 1869. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια ξεκίνησε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Ηράκλειο και το 1884 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο γυμνάσιο της Αθήνας. Μεσολάβησε διακοπή των σπουδών του από το 1877 και ως το 1883, περίοδος κατά την οποία πήρε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης, εργάστηκε στο Εφετείο και το Ειρηνοδικείο Χανίων και στις λιμενικές Αρχές της Σητείας και ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα σε εφημερίδες των Χανίων. Το 1884 διακρίθηκε στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Εστία με το έργο του Η Κρήσσα ορφανή και εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Διηγήματα. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, για λόγους οικονομικής ανέχειας όμως δε μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ξανάφυγε για την Κρήτη, εργάστηκε ως δάσκαλος στο Μώδι της Κυδωνίας, σύντομα όμως παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία αρχικά στα Χανιά και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου κατέφυγε το 1889 διωγμένος από τις τουρκικές αρχές, εξαιτίας του πατριωτικού περιεχομένου των έργων του. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες ( Άστυ, Εφημερίς, Σκριπ ) και από το 1865 έγινε μόνιμος συντάκτης στο περιοδικό Εμπρός με το ψευδώνυμο Διαβάτης. Παράλληλα σύχναζε στο φιλολογικό καφενείο του Ζαχαράτου και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Συντακτών. Βαθιά επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του άσκησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Το 1918 έφυγε ξανά για την Κρήτη και επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια. Επέστρεψε στα Χανιά το 1919 σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ένα χρόνο αργότερα προσβλήθηκε από ημιπληγία και πέθανε στο Πανάνειο νοσοκομείο του Ηρακλείου. Στο χώρο της δημοσιογραφίας ο Κονδυλάκης ασχολήθηκε κυρίως με το χρονογράφημα. Συνολικά δημοσίευσε περίπου 6000 χρονογραφήματα, καλλιεργώντας το είδος και προσδίδοντας του λογοτεχνική αξία. Έγραψε επίσης επιφυλλίδες, σχολικά αναγνώσματα και επαναστατικά απομνημονεύματα, ενώ συμπλήρωσε την Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης των Ζαμπέλιου και Κριτοβουλίδη και μετέφρασε γαλλικά μυθιστορήματα και τα Άπαντα του Λουκιανού. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως το διήγημα και τη νουβέλα. Τα έργα του τοποθετούνται στο πλαίσιο της ηθογραφικής πεζογραφίας με αξιόλογα ψυχολογικά και ψυχογραφικά στοιχεία και ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και η γλώσσα του, μείγμα λόγιας έκφρασης και κρητικής διαλέκτου. Τα πιο γνωστά έργα του είναι ο Πατούχας, η Πρώτη Αγάπη και το Όταν ήμουν δάσκαλος. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Κονδυλάκη βλ. Κωστίου Κατερίνα, «Κονδυλάκης Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, «Κονδυλάκης Ιωάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ιωάννης Κονδυλάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Στ΄ (1880-1900), σ.324-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Πλασκοβίτης, Σπύρος 1917-2000

Συγγραφέας

Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (πραγματικό όνομα: Πλασκασοβίτης) γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1917, αλλά από το 1931 έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και, από το 1951, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, από όπου απολύθηκε στη διάρκεια της δικτατορίας καθώς, ως πρωτεργάτης της οργάνωσης "Δημοκρατική Άμυνα", συνελήφθη και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια. Διετέλεσε βουλευτής Επικρατείας (1977 κ.έ.), ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (1981-1989) και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1984-1986). Υπήρξε εκ των ιδρυτών της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Πέθανε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2000. Διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος από τους καλύτερους της μεταπολεμικής περιόδου, ο Σπύρος Πλασκοβίτης πρωτοδημοσίευσε με το ψευδώνυμο "Λευκάτας" στο περιοδικό "Η Διάπλασις των Παίδων" το 1929. Το πρώτο του βιβλίο, "Το γυμνό δέντρο", εκδόθηκε το 1952. Εξέδωσε συνολικά έξι συλλογές με διηγήματα, όπου περιλαμβάνονται και δύο νουβέλες, μία νουβέλα, τέσσερα μυθιστορήματα και δύο τόμους δοκιμίων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων "Η θύελλα και το φανάρι" (1956), με το Βραβείο των Δώδεκα για "Το φράγμα" (1961) και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για την "Πόλη" (1980). Διηγήματά του μεταφράστηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά κι ανθολογίες του εξωτερικού, το μυθιστόρημά του "Το φράγμα" (1960) εκδόθηκε στα γαλλικά, ουκρανικά και ρουμανικά, ενώ το μυθιστόρημα "Η κυρία της βιτρίνας" (1990) στα γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά. Μια επιλογή, επίσης, από το διηγηματογραφικό έργο του κυκλοφόρησε σε ιταλική μετάφραση, με τίτλο "Τ' άλογο και τ' αεροπλάνο κι άλλα επτά διηγήματα".

Καραγάτσης, Μ.

Συγγραφέας

O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον A’ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν "Aς γελάσω".

Λουντέμης, Μενέλαος, 1906-1977

Συγγραφέας

Μενέλαος Λουντέμης (1906-1977) Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Πόλης που χρεοκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Σε παιδική ηλικία έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας, σύντομα όμως μπήκε στη βιοπάλη (γραμματοδιδάσκαλος, ψάλτης, εργάτης στα τεχνικά έργα του Γαλλικού ποταμού). Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του "Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Πέθανε στην Αθήνα, ενώ οδηγούσε, από καρδιακή προσβολή. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1930 με δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων στο περιοδικό "Νέα Εστία". Το 1938 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Τα πλοία δεν άραξαν", για την οποία τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας. Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο της Χρυσής Δάφνης Πανευρώπης ( Παρίσι, 1951). Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον "ερασιτεχνικό" τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Παρόλα αυτά στο σύνολο του έργου του δεσπόζει η τάση του να στρέφεται εξ' ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο-αφηγητή (που συνήθως παραπέμπει στον ίδιο το συγγραφέα), που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και το οποίο μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Το έργο του είναι έντονα επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Κνουτ Χάμσουν, Μαξίμ Γκόρκι, Παναΐτ Ιστράτι κ.α.): ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία που αγγίζει κάποτε το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Σε έργα του όπως το "Συννεφιάζει" και το "Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα" αξιοσημείωτη είναι η ψυχογραφική τεχνική του που δημιουργεί ολοκληρωμένους, ζωντανούς χαρακτήρες, οι οποίοι συναπαρτίζουν μια ολόκληρη μικρή κοινωνία, και η αφηγηματική δύναμη. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μενέλαου Λουντέμη βλ. Ζήρας Αλεξ., "Λουντέμης Μενέλαος", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, "Μενέλαος Λουντέμης", Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε΄, σ.232-252. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Γλέζος, Πέτρος

Συγγραφέας

Πέτρος Γλέζος (1902-1996). Ο Πέτρος Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο της Νάξου, γιος του κτηματία Δημήτρη Γλέζου, ο οποίος πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν εννιά ετών, και της Καλλιόπης Ζευγώλη. Είχε εφτά αδέρφια. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη χώρα της Νάξου και -μετά το θάνατο του πατέρα του- στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του. Τέλειωσε το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού και στη συνέχεια σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του εργάστηκε ως αντιγραφέας σε δικηγορικό γραφείο, ως διορθωτής στην Καθημερινή του Γεωργίου Βλάχου και τα Χρονικά του Κώστα Κοτζιά και ως υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως δικηγόρος και ως υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας και της Αγροτικής Τράπεζας. Συνεργάστηκε ως αρθρογράφος με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Αθήνας και της επαρχίας, κυρίως με τη Νέα Εστία, το Βήμα και την Ελευθερία. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1977 για τη συλλογή διηγημάτων Τα θαμπά μάτια) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986 για τη συλλογή διηγημάτων Τα απομνημονεύματα ενός κυρίου). Από το 1980 και για σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και δανέζικα. Πέθανε στην Αθήνα το 1996, την ίδια χρονιά με τη σύζυγο και δια βίου σύντροφό του, την ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε γύρω στο 1920 με τη δημοσίευση του ποιήματος Απριλιάτικη νύχτα στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Την ίδια περίοδο έδωσε μια διάλεξη με τίτλο Ελληνικό Φως, για την οποία βραβεύτηκε από την Περιηγητική Λέσχη και το 1936 δημοσίευσε το διήγημα Οικογένεια στο περιοδικό Νέα Εστία και με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλμάς, το οποίο διατήρησε ως το 1949. Παρά το μακρόχρονο της ζωής του και τον πλούτο των εμπειριών του, ο Πέτρος Γλέζος, που βίωσε τα ιστορικά γεγονότα που σφράγισαν τον ελλαδικό χώρο, από τη μικρασιατική καταστροφή ως τη δικτατορία του ’67 και τη μεταπολίτευση, σπάνια και μόνο υπαινικτικά αναφέρεται στον ιστορικό και κοινωνικό περίγυρο τον ηρώων των έργων του. Εκείνο που κυρίως τον απασχολεί είναι να μεταδώσει την υπαρξιακή τους αγωνία, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την πίεση των εξωτερικών γεγονότων και στην οποία υποτάσσονται σιωπηλά, με κάποια πικρία ίσως αλλά χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από χαμηλών τόνων ευαισθησία, έμφαση στη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των προσώπων και νοσταλγία για το παρελθόν που χάνεται. Γενικότερα το έργο του Πέτρου Γλέζου αν και στο μεγαλύτερο μέρος του τοποθετείται χρονικά στη μεταπολεμική περίοδο της ελληνικής πεζογραφίας, συνεχίζει μάλλον την παράδοση της ελληνικής ψυχογραφικής ηθογραφίας που ξεκίνησε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα με κορυφαίους εκπροσώπους τον Γεώργιο Βιζυηνό και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συνεχίστηκε με συγγραφείς όπως ο Παύλος Νιρβάνας ή ο Ιωάννης Κονδυλάκης. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Γλέζου βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Γλέζος Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μενδράκος Τάκης, «Πέτρος Γλέζος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Γ΄, σ.160-174. Αθήνα, Σοκόλης, 1992 και .χ.σ., «Γλέζος Πέτρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καζαντζής, Τόλης

Συγγραφέας

Ο Τόλης Καζαντζής (1938-1991) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Το πεζογραφικό του έργο, οι βιβλιοκρισίες του και οι μελέτες του γύρω από το πολιτιστικό κλίμα της Θεσσαλονίκης είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά, εφημερίδες και συλλογικές εκδόσεις. Έργα του σε βιβλία: α) Πεζογραφία: Η κυρα - Λισάβετ 1975, Η παρέλαση 1976, Ενηλικίωση 1980, Οι πρωταγωνιστές 1983, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα 1985 (κρατικό βραβείο 1986), Καταστροφές 1987, Το τελευταίο καταφύγιο 1989, Ματαιότης ματαιοτήτων 1994. β) Μελέτη: Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης 1912-1983, 1991. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ολλανδικά και ιταλικά

Βασιλικός, Βασίλης

Συγγραφέας

Ο Βασίλης Βασιλικός του Νικολάου γεννήθηκε στην Καβάλα στις 18 Νοεμβρίου 1934. Σπουδές: Λύκειο Καρυωτάκη (Καβάλα), Σχολή Βαλαγιάννη, Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια (Θεσσαλονίκη), Νομική Σχολή (ΑΠΘ), Yale University - Drama School, SRT - School of Radio and Television (Νέα Υόρκη) για τηλεσκηνοθεσία. Bοηθός σκηνοθέτη σε ξένες παραγωγές, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, σεναριογράφος, επιμελητής (Dr) σεναρίων, εισηγητής σεναρίων στην Arte (1990-1993), ερασιτέχνης ηθοποιός, δημοσιογράφος, συγγραφέας, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής στην ΕΡΤ-1 (1981-1984), Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Αθηναίων (1994-1996), Πρέσβης εκ προσωπικοτήτων της Ελλάδας στην Ουνέσκο (1996-2004), Πρόεδρος της Εταιρίας Συγγραφέων (2001-2005). Τιμητικές διακρίσεις: Βραβείο των "12" (1961, για την τριλογία "Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ' αγγέλιασμα"), Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1980, για το "Τελευταίο Αντίο") το οποίο δεν αποδέχθηκε, Διεθνές βραβείο Meditteraneo (1970). Επίτιμος Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών στην έδρα της Φιλολογίας, Ταξιάρχης Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας (1984), Μέλος του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων με έδρα το Στρασβούργο, Μέλος του Δ.Σ. των Γάλλων συγγραφέων (Maison des Ecrivains. Γαλλία, 1990-1993). Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας μετά τους Καζαντζάκη, Ρίτσο, Καβάφη. Βιβλία του έχουν εκδοθεί και στην γραφή Μπράιγ. Είναι παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και έχουν μια κόρη, την Ευρυδίκη.

Σαμαράκης, Αντώνης

Συγγραφέας

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ (1919-2003). Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941). Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ως ποιητής από τις στήλες των περιοδικών "Παιδικός κόσμος" και "Διάπλασις των Παίδων". Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στις σελίδες της "Νέας Εστίας" και άλλων περιοδικών, όπως το "Ξεκίνημα", και τα "Νεοελληνικά Γράμματα". Συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό "Ακτίνες" μετά τον πόλεμο του 1940. Το 1954 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ζητείται ελπίς. Ακολούθησαν πέντε ακόμη βιβλία του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1962 για το "Αρνούμαι"), το Βραβείο των Δώδεκα - Έπαθλο Κώστα Ουράνη (1966 για "Το λάθος"), το Μέγα Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας στη Γαλλία (1970 για "Το λάθος"). Τιμήθηκε επίσης για τη συνολική προσφορά του από τη διοργάνωση Europalia (1982) και με το Σταυρό του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών (1995). Μετά τη μεταπολίτευση δημοσίευσε κείμενα κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Διηγήματά του έγιναν σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Ταινία έγινε επίσης "Το λάθος" από τον Peter Fleischmann. Η πεζογραφία του Αντώνη Σαμαράκη τοποθετείται στο χώρο της κοινωνικής καταγγελίας. Μέσα από τα έργα του προβάλλει έντονη η αγωνία για την πορεία του σύγχρονου κόσμου, η κοινωνική συνείδηση και η ανθρωπιστική κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Η γλώσσα του είναι απλή, χωρίς επιτηδευμένο ύφος, ξεχωρίζει κυρίως για την πυκνότητα των νοημάτων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ευρηματικότητα στην εξέλιξη και το τέλος της δράσης και η συχνή χρήση οπτικής χρήσης του λόγου (κείμενα δακτυλογραφημένα, σκίτσα, κ.α.). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Σαμαράκη βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης "Αντώνης Σαμαράκης", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67", Ζ΄, σ.54-99. Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Ζήρας Αλεξ., "Σαμαράκης Αντώνης", "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Παππάς Γιάννης Η., Σκιαθάς Αντώνης Δ., "Σχεδίασμα εργοβιογραφίας Αντώνη Σαμαράκη", Ελί-τροχος17-18 (Πάτρα), Χειμώνας - Άνοιξη 1999, σ.7-13. Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις): Ι. Διηγήματα "Ζητείται ελπίς· διηγήματα". Αθήνα, 1954. "Αρνούμαι". Αθήνα, Φέξης, 1961. "Το διαβατήριο". 1973. "Η κόντρα· διηγήματα". Αθήνα, 1992. ΙΙ.Μυθιστορήματα "Σήμα κινδύνου· μυθιστόρημα". Αθήνα, 1959. "Το λάθος· μυθιστόρημα"· Εξώφυλλο του χαράκτη Α.Τάσσου. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1965.

Ξενόπουλος, Γρηγόριος

Συγγραφέας

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του. Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη "Διάπλαση των Παίδων" η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες "αθηναϊκές επιστολές", στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί - αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι - οικογένεια - παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί - αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας - μιας γλώσσας ζωντανής - που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. "Η αδελφούλα μου" είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα. Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης - ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση. Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική. Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Σε αρκετά έργα του περιγράφονται και ζωντανεύουν παλαιότερες κοινωνίες κυ

Δούκας, Στρατής

Συγγραφέας

Στρατής Δούκας (1895-1983). Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού Κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με το Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά από τα γυμνασιακά χρόνια. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Το 1913 οργάνωσε λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη από κοινού με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τρία χρόνια αργότερα κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρασία και τραυματίστηκε. Αποστρατεύτηκε το 1923 και στράφηκε στην προσπάθεια διάδοσης της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης και βιοτεχνίας (αγγειοπλαστική και ταπητουργία) στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής με έργα των Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά. Με τους δυο τελευταίους υπήρξε επίσης συνιδρυτής του Συλλόγου Μουσικών Τεχνών της Μυτιλήνης (μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη) και της Εταιρείας Διακοσμητικής Τέχνης της Αθήνας. Υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιτρεία και Φραγγέλιο και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες "Μακεδονία" και "Εφημερίς των Βαλκανίων" (Θεσσαλονίκη) και "Ελεύθερος Λόγος" (Μυτιλήνη). Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 και ανάρρωσή του στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και περιόδευσε δύο φορές ανά τη μακεδονική επαρχία, εμπειρία που του έδωσε υλικό για δημοσιογραφική έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα "Πρωία" (Ορεινή Ελλάδα), για κάποια εικαστικά έργα του, καθώς επίσης για το αφήγημα "Η ιστορία ενός αιχμαλώτου". Από το 1929 άρχισε να συνεργάζεται με τις αθηναϊκές εφημερίδες "Πρωία", "Πολιτεία" και "Νέος Κόσμος" ως δημοσιογράφος και παράλληλα δημοσίευσε λυρικά κείμενα στο περιοδικό "Κύκλος". Το 1931 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίστηκε με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνεργάστηκε επίσης στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού "Το τρίτο μάτι" μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό 1935-1937) και το περιοδικό "Νεολαία" (1939-1940). Από το 1937 ως το 1939 εργάστηκε ως γραμματέας της τουριστικής επιτροπής Θεσσαλονίκης και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως αξιωματικός. Το 1942 επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Δήμητρα Δούκα που ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Κακοποιήθηκε από τους γερμανούς κατακτητές για τη δράση του. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στα ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ελεύθερα Γράμματα" (1949-1950 διευθυντής), "Ο αιώνας μας", "Ποιητική Τέχνη" και "Ζυγός". Υπήρξε σύμβουλος (1949-1953) και γενικός γραμματέας (1953-1960) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1962 έφυγε για να υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη στη Μόσχα. Η εγχείρηση δεν έγινε τελικά και ο Δούκας πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος στο σπίτι του στην Αθήνα. Συνεργάστηκε τότε με το περιοδικό "Διαγώνιος" της Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε τα λογοτεχνικά του έργα "Οδοιπόρος" και "Ενώτια", καθώς και τα κείμενά του για τον Χαλεπά. Διώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομεία. Τη χρονιά του θανάτου του πρόλαβε να αναγορευτεί επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμο μέλος του Pen - Club και επίτιμος δημότης Ζωγράφου. Ο Δήμος Ζωγράφου δημιούργησε ένα μικρό μουσείο με χειρόγραφα και σχέδια του Στρατή Δούκα στο πνευματικό του κέντρο. Το συγγραφικό έργο του Στρατή Δούκα τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία του μεσοπολέμου και εκτείνεται χρονικά ως τη μεταπολεμική πεζογραφία μας. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλ

Πέλλας, Όμηρος 1921-1962

Συγγραφέας

Ο Όμηρος Πέλλας (ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου) γεννήθηκε το 1921 στην Καϋμένη Γυναίκα (σημερινός Πρόδρομος) Τριφυλίας, από γονείς αγρότες. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Κυπαρισσίας και στη συνέχεια σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, απ' όπου αποφοίτησε το 1940. Η κατοχή τον βρίσκει δάσκαλο σε χωριό της Έδεσσας. Οργανώνεται στο ΕΑΜ, συλλαμβάνεται το 1943 και αφού τον βασανίσουν, αφήνεται ελεύθερος λόγω ελλείψεως στοιχείων σε βάρος του. Το 1944 συλλαμβάνεται ξανά και τον στέλνουν όμηρο στην Γερμανία. Τη ζωή του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης περιγράφει στο μυθιστόρημα "Στάλαγκ VI C". Το 1945 γυρνά στην Αθήνα, όπου κάνει διάφορες ευκαιριακές δουλειές για να ζήσει. Συλλαμβάνεται και τον στέλνουν εξορία στην Ικαρία κι όταν έρχεται ο καιρός να επιστρατευθεί στέλνεται στη Μακρόνησο από όπου και απολύεται με τα μέτρα Ειρήνευσης. Στη συνέχεια τοποθετείται δάσκαλος σε χωριά του Νομού Πέλλης. Πέθανε το 1962 στη Σκύδρα όπου ζούσε με τη γυναίκα του. Ο Όμηρος Πέλλας ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Έγραψε μελέτες σχετικές με τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους: "Το βιβλίο και το παιδί", "Το παιδί και το παιχνίδι", "Το πρόβλημα της αγωγής των νέων" και άλλες για την τέχνη: "Εμείς το κοινό και οι καλλιτέχνες του καιρού μας", "Στοχασμός πάνω στην αφηρημένη τέχνη", δημοσιευμένες στο περιοδικό "Ζυγός". Έγραψε επίσης διηγήματα: "Άννα", "Καρφίτσες", "Σταυρούλα" (Κέδρος 1978), "Ανδρέας" (Στιγμή 1986), "Γέρο Λιάς", "Σταυρής" με το οποίο πήρε μέρος στον διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της "Επιθεώρησης Τέχνης".

Βικέλας, Δημήτριος, 1835-1909

Συγγραφέας

Δημήτριος Βικέλας (1835-1908). Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1835, καταγόμενος από μεγάλη εμπορική οικογένεια με καταβολές στη Βέροια και αρχικό όνομα Μπεκέλα ή Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα, κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα γράμματα έμαθε κοντά στη μορφωμένη και φιλομαθή μητέρα του, ενώ γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το 1849, οπότε επέστρεψε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ.Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδη, μαζί του εξέδωσε το χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό Λυκείου Μέλισσα. Το 1851 σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε το έργο του Ρακίνα Εσθήρ, που ανέβηκε σε σχολική παράσταση και εκδόθηκε στην Ερμούπολη. Τη μετάφραση αυτή απέδωσε ο Βικέλας στον ελβετό Weiss, δάσκαλό του στην Οδησσό. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για το Λονδίνο, όπου πέρασε 24 χρόνια της ζωής του, ασχολούμενος με το εμπόριο, εργαζόμενος ως υπάλληλος στο κατάστημα της εταιρείας Ανεψιοί Μαύρου και ως συνέταιρος στον οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα φοίτησε στο University College, λόγω περιορισμένου χρόνου ωστόσο απέκτησε μόνο Δίπλωμα Βοτανικής. Δεν έπαψε όμως να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, μελέτησε φιλολογία και ιστορία, ενώ έγραψε στίχους και μεταφράσεις ( από τον Όμηρο, τον Θεόκριτο, τον Goethe, τον Alfieri, κ.α.). Στο Λονδίνο ο Βικέλας έδρασε και υπέρ της διατήρησης του ελληνικού χαρακτήρα της ομογένειας, προωθώντας για παράδειγμα την ίδρυση του εκεί ελληνικού σχολείου. Το 1855 επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kωνσταντινούπολη και πήρε μέρος για πρώτη φορά σε ποιητικό διαγωνισμό (τον Ράλλειο με το ποίημα Αναμνήσεις του Πριγκήπου). Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων του, άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική στην Πανδώρα και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική συλλογή Στίχοι. Το 1859 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του με ατμόπλοιο προς την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, καταγόμενη επίσης από οικογένεια μεγαλοεμπόρων. Μαζί της ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι το 1876, οπότε λόγω της πανευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης της περιόδου εκείνης διαλύθηκε η συνεργασία του με την εταιρεία των αδελφών Μελά, και το ζευγάρι επιχείρησε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο όμως η επιδείνωση της ήδη διαταραγμένης ψυχικής υγείας της Καλλιόπης, τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο Παρίσι. Εκεί ο Βικέλας ασχολήθηκε ξανά με τη μετάφραση (μεταφράσεις του από έργα του Σαίξπηρ ανέβηκαν στην Αθήνα), με διαλέξεις και αρθρογραφία, ενώ έγραψε επίσης το έργο Λουκής Λάρας που τον καθιέρωσε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λουκής Λάρας πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εστία το 1879 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς, ενώ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές σλαβικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως το 1897 ταξίδευε διαρκώς από το Παρίσι προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και αντιστρόφως, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκλειστη στο ψυχιατρείο του Ivry. Το 1886 χρονολογούνται τα διηγήματά του Φίλιππος Μάρθας, Άσχημη αδελφή, Ανάμνησις και Παππα-Νάρκισσος. Το 1893 εξέδωσε τον τόμο Διαλέξεις και Αναμνήσεις, με 23 δοκίμιά του της περιόδου 1860 - 1893, και υπήρξε ηγετικό μέλος της επιτροπής για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Από το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με προεξέχον την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Δροσίνη. Στα πλαίσια του Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη. Το 1904 με πρωτοβουλία του Βικέλα και του

Μυριβήλης, Στράτης, 1890-1969

Συγγραφέας

Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω και το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου, τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την Αθήνα. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η "Καθημερινή", η "Εθνική", η "Ακρόπολις", η "Πρωία", η "Απογευματινή", η "Ελευθερία" και περιοδικά όπως ο "Θεατής", η "Νέα Εστία", η "Ελληνική Δημιουργία", ο "Ακρίτας", τα "Στρατιωτικά Νέα". Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (από όπου απολύθηκε το 1955 με το βαθμό του Διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το "Γαλάζιο βιβλίο") και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959). Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων "Κόκκινες ιστορίες". Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, η οποία δέχτηκε έντονη την επίδραση του Κωστή Παλαμά των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων των αρχών του αιώνα (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή). Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η "Ζωή εν Τάφω", που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο "Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια" (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του "Η Παναγιά η Γοργόνα". Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του "Το πράσινο βιβλίο", "Το γαλάζιο βιβλίο", "Το κόκκινο βιβλίο" και "Το βυσσινί βιβλίο". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Στρατή Μυριβήλη βλ. Μανώλης Γιαλουράκης, "Μυριβήλης Στρατής", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Συγγραφέας

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.

Αμπατζόγλου, Πέτρος

Συγγραφέας

ΠΕΤΡΟΣ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ (1931-2004). Ο Πέτρος Αμπατζόγλου γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από το Κέρκαγατς της Μικράς Ασίας από τον πατέρα του και από την Κωνσταντινούπολη από την μητέρα του. Τα πρώτα οχτώ χρόνια της ζωής του τα πέρασε με την οικογένειά του στο Νέο Ηράκλειο και το 1939 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο κέντρο της Αθήνας, όπου ο πατέρας ασχολήθηκε με διαφόρων ειδών επιχειρήσεις (κέντρο διασκέδασης, θέατρο, αργυροχρυσοχοείο), όλες χωρίς επιτυχία και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής άνοιξε μεταφραστικό και δακτυλογραφικό γραφείο. Ο Αμπατζόγλου κινδύνεψε κατά την περίοδο αυτή να πεθάνει από αβιταμίνωση. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο το 1950 και διορίστηκε μετά από διαγωνισμό στην Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών - Πειραιώς, από όπου συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα λόγω της αδύναμης υγείας του το 1966. Το 1964 παντρεύτηκε την αρχιτέκτονα Καίτη Παπανικολάου. Ασχολήθηκε επίσης με τη σύνταξη κειμένων στη διαφημιστική εταιρεία Έργον και μετά τη συνταξιοδότησή του έφυγε με τη γυναίκα του για το Λονδίνο, όπου πέρασε από τότε μεγάλο μέρος της ζωής του. Το 1969 πήρε χορηγία από το ίδρυμα Φορντ και το 1973 επισκέφτηκε πανεπιστήμια των Η.Π.Α. με υποτροφία του Διεθνούς Προγράμματος Συγγραφέων του Πανεπιστημίου της Αϊόβα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από τις σελίδες της Νέας Εστίας και το 1962 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Με το Μινώταυρο" και στράφηκε αποκλειστικά στην πεζογραφία με εξαίρεση κάποιες μεταφραστικές απόπειρες σε περιοδικά. Το 1964 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο για το έργο του "Ισορροπία τρόμου". Ο Πέτρος Αμπατζόγλου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η απόλυτη κυριαρχία του φαντασιακού στοιχείου και του συνειρμού, σε βαθμό που καταλύει τόσο τις παραδοσιακές αφηγηματικές δομές όσο και την όποια χωροχρονική συνοχή στην εξέλιξη του μύθου. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Πέτρου Αμπατζόγλου βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Αμπατζόγλου Πέτρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968, και Ζήρας Αλέξης, «Πέτρος Αμπατζόγλου», στο συλλογικό έργο «Η μεταπολεμική πεζογραφία · από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67», Β΄, σ.184-199, Αθήνα, Σοκόλης, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών γεννημένων από το 19ο αιώνα έως το 1935, Ε.ΚΕ.ΒΙ.). (Φωτό: Μαριλένα Σταφυλίδου)

Αλεξανδρόπουλος, Μήτσος

Συγγραφέας

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (1924-2008). Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τα χρόνια του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Από τη Ρουμανία πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας δημοσιεύοντας κείμενα στα ελληνικά και τα ρώσικα, μπήκε στον κύκλο των ελλήνων λογοτεχνών που ζούσαν στην ίδια χώρα (Τάκης Αδάμος, Κώστας Μπέσης, Έλλη Αλεξίου, Απόστολος Σπήλιος κ.α.) και έγινε γνωστός και στον ελλαδικό χώρο. Το 1959 η Έλλη Αλεξίου συμπεριέλαβε το διήγημα του Αλεξανδρόπουλου "Η νύχτα των Θεοφανίων" στην ανθολογία πεζογραφίας της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, που επιμελήθηκε με ανάθεση της Ακαδημίας του Βερολίνου. Στη Σοβιετική Ένωση ο Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας και στράφηκε με ενδιαφέρον στη συντήρηση αγιογραφιών και στη μελέτη της ρωσικής λογοτεχνίας και λαϊκής παράδοσης. Εκεί παντρεύτηκε τη μελετήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Σόνια Ιλίνσκαγια. Μαζί της γύρισε στην Ελλάδα το 1975 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1963 για τους "Κορυσχάδες"), με τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία Τολστόι (1978) και Γκόρκι (1979), για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία, με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1981, για "Το ψωμί και το βιβλίο: ο Γκόρκι"), το βραβείο Τουμανιάν (1985 για το "Οι Αρμένηδες: ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους"), το μετάλλιο Πούσκιν (2007) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2001). Πέθανε στην Αθήνα τη Δευτέρα 19 Μαΐου 2008, μετά από μάχη με τον καρκίνο. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος τοποθετείται στους έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού με στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού και επιρροές από τη ρωσική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα και από ευρωπαίους συγγραφείς του μεσοπολέμου όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Τζέημς Τζόυς. Σημαντικό μέρος του έργου του αποτελούν επίσης οι λογοτεχνικές μεταφράσεις και οι βιογραφίες του για ρώσους συγγραφείς όπως οι Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Άντον Τσέχωφ, Μαξίμ Γκόρκι, Νικολάι Γκόγκολ, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Όσιπ Μάντελσταμ, κ.ά. Με αφορμή τον θάνατό του, η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αναφέρεται στον "ακαταπόνητο άνθρωπο των γραμμάτων, που εισέφερε σημαντικά σε όλα τα επιμέρους είδη της πεζογραφίας με διηγήματα, μυθιστορήματα, βιογραφίες, και για μισό περίπου αιώνα αποτέλεσε έναν μοναδικό κόμβο μεταξύ της σύγχρονης ελληνικής και της ρωσικής λογοτεχνίας...". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου βλ. Κεντρωτής Γιώργος, "Μήτσος Αλεξανδρόπουλος", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67", τ. Β΄, σ.98-110, Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και χ.σ., "Αλεξανδρόπουλος Μήτσος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 1, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Μητσάκης, Μιχαήλ, 1863-1916

Συγγραφέας

Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα

Παπά, Κατίνα Γ., 1903-1958

Συγγραφέας

Κατίνα Παπά (1903-1957). Η Κατίνα Παπά γεννήθηκε στο χωριό Γιαννιτσάτες στη Βόρειο Ήπειρο. Εκεί πέρασε τα παιδικά και μέρος των εφηβικών χρόνων της. Μετά από διώξεις ελλήνων από τουρκαλβανούς στην περιοχή, η οικογένεια Παπά κατέφυγε στην Κέρκυρα, όπου η Κατίνα τέλειωσε την Ιόνιο Ακαδημία με άριστα και τιμήθηκε με το χρυσούν μετάλλιο World Douglas. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών (1924-1925). Μετεκπαιδεύτηκε στην Αυστρία (1930-1932), το Μόναχο και το Βερολίνο (1938-1939) με υποτροφίες του Υπουργείου Παιδείας και ειδικεύτηκε στην Ψυχολογία και τη Θεραπευτική αγωγή. Στη Βιέννη παρακολούθησε μαθήματα του Alfred Adler. Το 1933 παρακολούθησε σχολικά προγράμματα για παιδιά με ειδικές ανάγκες στην Ιταλία. Εργάστηκε στο Στ΄ Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών, όπου ίδρυσε τον πρώτο Παιδαγωγικό Συμβουλευτικό Σταθμό, που λειτούργησε από το 1933 και ως την παραίτησή της το 1954. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1935 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Στη συκαμιά από κάτω, για την οποία τιμήθηκε με το Βικελαίο έπαθλο της Ακαδημίας Αθηνών. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Νέα Εστία, η Ηπειρωτική Εστία και με την εφημερίδα Κερκυραϊκά Νέα. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 54 χρόνων. Όσο ζούσε εξέδωσε μόνο μια ακόμη συλλογή διηγημάτων, με τίτλο Αν άλλαζαν όλα. Μετά το θάνατό της κυκλοφόρησε το χρονικό Σ’ένα Γυμνάσιο Θηλέων και η συλλογή ποιημάτων της Ποιήματα, και τα δύο με φροντίδα της αδερφής της ζωγράφου Αγλαΐας Παπά. Διηγήματά της μεταφράστηκαν και ανθολογήθηκαν στη Γερμανία. Ανέκδοτο παρέμεινε μεγάλο μέρος του έργου της, δοκίμια, μελέτες και ένα θεατρικό έργο με τίτλο Ο ξένος. Η Κατίνα Παπά ανήκει στη μεσοπολεμική γενιά της ελληνικής λογοτεχνίας. Το πεζογραφικό της έργο τοποθετείται στα πλαίσια της προσπάθειας της γενιάς του Τριάντα για ανανέωση του παραδοσιακού αφηγηματικού λόγου και απεμπλοκή από τις φόρμες της ηθογραφίας, με βασικά χαρακτηριστικά του τη βαθιά ψυχολογική προσέγγιση των χαρακτήρων, το λυρισμό, τη συναισθηματική φόρτιση της συγγραφέως, τη συμμετοχή της στα συναισθήματα των ηρώων της, το αυτοβιογραφικό στοιχείο, την αξιοσημείωτη ευλυγισία στην επεξεργασία της πλοκής και στη γλωσσική έκφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Κατίνας Παπά βλ. Μέλμπεργκ Μαργαρίτα. «Κατίνα Παπά», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ζ΄, σ.8-26. Αθήνα, Σοκόλης, 1993. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Λαζαρίδης, Μάρκος

Συγγραφέας

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1911. Φοίτησε στο Διδασκαλείο του Πύργου Ηλείας και μετεκπαιδεύτηκε για δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πέθανε το 1992.

Γρηγόρης, Γεράσιμος

Συγγραφέας

Γεράσιμος Γρηγόρης (1907-1985). Ο Γεράσιμος Γρηγόρης γεννήθηκε στο Σπανοχώρι Σφακιωτών της Λευκάδας, γιος του Δημητρίου Γρηγόρη και μεγάλωσε σε αγροτικό περιβάλλον. Στην πόλη της Λευκάδας τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα πήρε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο και πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση, ενταγμένος στο ΕΑΜ από το 1943 και ως το 1946. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Πολίτου με την οποία απέκτησε δυο γιους. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και υπήρξε μέλος της Ενώσεως Συντακτών Περιοδικού Τύπου, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (αντιπρόεδρος το 1979) και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (1959 για τη συλλογή διηγημάτων Η Πολιτεία ξέσκεπη) και το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος (1964 για τη συλλογή διηγημάτων Πέρα από την όχθη), καθώς επίσης με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη μελέτη του Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1977). Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις αρχαίου δράματος, με τη λαογραφία, τη σκιτσογραφία, τη φιλολογική μελέτη. Έργα του μεταφράστηκαν στα γερμανικά, τα ρουμανικά, τα σουηδικά, τα ουγγρικά, τα ρωσικά και τα βουλγαρικά. Πέθανε στην Αθήνα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στην Αθήνα με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε περιοδικά και το 1929 δημοσίευσε το διήγημα Το άλογό μου στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα. Το 1939 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Πορεία μέσα στη νύχτα. Το έργο του Γεράσιμου Γρηγόρη χρονικά μόνο μπορεί να τοποθετηθεί στην ελληνική λογοτεχνία του μεσοπολέμου. Ο Γρηγόρης βρέθηκε στον αντίποδα της ανανέωσης τόσο της ποίησης, όσο και της πεζογραφίας από τη λεγόμενη γενιά του τριάντα και συνέχισε την παράδοση των αρχών του εικοστού αιώνα, αλλά και της ελληνικής διηγηματογραφίας της γενιάς του 1880. Η πεζογραφία του κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού ρεαλισμού συγγραφέων όπως οι Κώστας Παρορίτης, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Δημοσθένης Βουτυράς κ.α., χωρίς ωστόσο έμφαση στην κοινωνική καταγγελία και την κοινωνιολογική οπτική. Η γραφή του αναφέρεται συχνά σε προσωπικά βιώματα και καλύπτει τις θεματολογικές περιοχές της αστικής και αγροτικής ζωής (με έμφαση στην περιγραφή της φύσης ως αρχετυπικής δύναμης) και της ιστορικής περιόδου του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής. Επισημαίνονται επίσης οι απόπειρές του στο χώρο της υποβλητικής ατμόσφαιρας, του ονείρου και της επιστημονικής φαντασίας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γεράσιμου Γρηγόρη βλ. Δόξας Τάκης, «Γρηγόρης Δ.Γεράσιμος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Κοκκίνης Σπύρος, «Μνήμη Γεράσιμου Γρηγόρη», Περίπλους 28-29 (Ζάκυνθος), 1-6/1991, σ.13-14, Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Γεράσιμος Γρηγόρης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Γ΄, σ.196-214. Αθήνα, Σοκόλης, 1992 και χ.σ., «Γρηγόρης Γεράσιμος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Παπαδημητρίου, Έλλη 1906-1993

Συγγραφέας

Η Έλλη Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1906 στη Σμύρνη και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου σπούδασε γεωπονία. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή "Απόκριση", το 1946, με ποιήματα από τη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του πολέμου, και το θεατρικό έργο "Ανατολή", το 1952, με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ακολούθησαν τα βιβλία: "Ποιητική γνώση", 1952 (σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων), "Οκτώ τετράδια ποιήματα", 1961, "Το βουνό", 1963 , "Ελληνική βοήθεια προς Αμερική", 1964. Την ίδια χρονιά (1964), εξέδωσε μια σειρά από δεκαεπτά προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, με τίτλο "Ακούμε τη φωνή σου, πατρίδα". Ανάμεσα στο 1972 και το 1979, το υλικό αυτό, φτάνοντας τις 100 περίπου αφηγήσεις, επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση (τέσσερις τόμοι), παίρνοντας τον τίτλο "Κοινός λόγος". Το 1984, κ.ε., την εκδοτική σκυτάλη του "Κοινού λόγου" ανέλαβαν οι εκδόσεις Ερμής. Θεατρικές διασκευές του έργου παραστάθηκαν στην Αθήνα από τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, το 1988, το 1997, το 2004 και το 2013 -οι τρεις τελευταίες μετά το θάνατο της συγγραφέως, στην Αθήνα, το 1993.

Αλεξίου, Έλλη

Συγγραφέας

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (1894-1988) Η Έλλη Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, κόρη του εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μεγαλύτερα αδέρφια, τη Γαλάτεια, το Ραδάμανθυ και το Λευτέρη. Φοίτησε στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Θέρισσου ο πατέρας της συνελήφθη και φυλακίστηκε για συνεργασία με τους επαναστάτες. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε η μητέρα της από αποπληξία. Το 1910 αποφοίτησε από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου και ένα χρόνο αργότερα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης, Αυγέρης, Βάρναλης. Ο τελευταίος τη ζήτησε σε γάμο και ο πατέρας της δέχτηκε με αναβολή τεσσάρων χρόνων. Το 1913 μετά από απόφαση της κρητικής Πολιτείας εξετάστηκε από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίστηκε ως Διπλωματούχος. Το 1914 διορίστηκε στο Γ΄ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στο Πρότυπο Διδασκαλείο της πόλης. Το 1919 έγινε διπλωματούχος του Institut Superieur d’ Etudes Francaises και διορίστηκε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου. Την ίδια χρονιά γνωρίστηκε στη Δεξαμενή με το Βάσο Δασκαλάκη, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1920 στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας της από καρκίνο. Το 1925 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το 1928 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. και το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δυο χρόνια αργότερα συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια της δικτατορίας της τετάρτης Αυγούστου και ανακρίθηκε. Το 1938 χώρισε με τον Δασκαλάκη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε μόνη στην Καλλιθέα και έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. Το 1945 ταξίδεψε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γνωρίστηκε με γάλλους λογοτέχνες όπως οι Λουί Αραγκόν και Πωλ Ελυάρ. Το 1948 πήρε μέρος στο πρώτο συνέδριο διανουουμένων του Βρότσλαβ και διορίστηκε εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και ένα χρόνο αργότερα στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 αυτοεξορίστηκε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Συμμετείχε επίσης στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη (1952), στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο δημοκρατικών γυναικών στην Κοπεγχάγη (1953), στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1957). Το 1952 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση μετά από πρόσκληση της κυβερνήσεως και το 1961 πήρε μέρος στις γιορτές για τον ουκρανό ποιητή Ταράς Γ. Σεφτσένκο στην ίδια χώρα. Από το 1962 συγκατοίκησε με τον Μάρκο Αυγέρη στην Αθήνα. Το 1965 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και το 1966 συνελήφθη για παραπεμπτικό βούλευμα που είχε εκδοθεί εναντίον της το 1952. Αθωώθηκε πανηγυρικά. Συνέχισε την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και μετά τη μεταπολίτευση έδωσε πολλές διαλέξεις σε πολλές ελληνικές πόλεις. Πέθανε στην Αθήνα. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος Φραντζέσκος στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, την επιστήμη της Παιδαγωγικής, τη λογοτεχνική μετάφραση, το παιδικό βιβλίο και άλλους τομείς του γραπτού λόγου, αφήνοντας μεγάλο σε έκταση έργο. Η πεζογραφία της αποτυπώνει έμμεσα τον προβληματισμό της για την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτός διαμορφώθηκε και μέσα από την πολιτική της ιδεολογία και κινείται στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής, με έντονη ωστόσο την παρουσία του προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής και του ψυχογραφικού στοιχείου. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Έλλης Αλεξίου, βλ. Παπαγεωργίου Κώστας, «Έλλη Αλεξίου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.168-217. Αθήνα, Σοκόλης, 1992, Σιμόπουλος Ηλίας, «Δασκαλάκη Έλλη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Βουτυράς, Δημοσθένης

Συγγραφέας

Δημοσθένης Βουτυράς (1871-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλ

Αποστολίδης, Ρένος Η.

Συγγραφέας

Ρένος Αποστολίδης (1924-2004). Ο Ρένος Αποστολίδης γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του δημοσιογράφου Ηρακλή Αποστολίδη, αρχισυντάκτη σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες, διευθυντή της Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού και διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945-1959), και της Ελπινίκης το γένος Ζαμπέλη. Το 1935 τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και το 1941 το Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου στις 28 Οκτωβρίου του 1941 οργάνωσε μαθητική αποχή. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής παρέμεινε ανένταχτος. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησε το 1950). Φοιτητής ακόμη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στρατεύτηκε με το βαθμό του οπλίτη στο κρατικό μέτωπο. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του και για έντεκα χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής αρχαίων και νέων ελληνικών, ιστορίας και λατινικών σε ιδιωτικά αθηναϊκά γυμνάσια. Υπήρξε συνεργάτης του κρατικού γραφείου Τύπου του εξωτερικού, της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου, της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Τιμήθηκε με το βραβείο πεζογραφίας του Υπουργείου Παιδείας το 1960 (για το έργο του "Ιστορίες από τις Νότιες Ακτές"). Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του δοκιμίου του "Καιρός" στο περιοδικό "Γράμματα" και την έκδοση του έργου του "Τρεις σταθμοί μιας πορείας", ένα χρόνο αργότερα. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά της πρωτεύουσας ως συντάκτης ("Ελευθερία", "Νίκη", "Εικόνες", "Γνώσεις", "Νεώτερον Λεξικόν Ηλίου", "Ανεξάρτητος Τύπος", κ.α.) και ως κριτικός ("Γράμματα", "Φοιτητική Φωνή", "Δελτίον του Βιβλίου", "Κύκλος", "Κοχλίας", "Νέα Εστία", "Νέοι Ρυθμοί", "Νέες Εικόνες", "Έθνος", "Εθνικός Κήρυκας", κ.α.). Από το 1951 ανέλαβε την αρχισυνταξία και την κριτική στήλη στο περιοδικό "Ο Αιώνας μας", και το 1959 ίδρυσε με τον πατέρα του το περιοδικό "Νέα Ελληνικά", από τις σελίδες του οποίου πρόβαλε την κριτική στάση του ενάντια στη λογοτεχνική γενιά του ’30. Το 1964 καταδικάστηκε σε κάθειρξη δυόμισι χρόνων -από την οποία εξέτισε τελικά τρεις μήνες- επειδή είχε εισβάλει στη Βουλή ηγούμενος μιας ομάδας ακροδεξιών. Στη δικτατορία του Παπαδόπουλου επέβαλε τη δημοσίευση σε συνέχειες της "Ανθολογίας νεοελληνικού διηγήματος" στις εφημερίδες της εποχής, η οποία όμως διακόπηκε από τη λογοκρισία με αφορμή τη δική του νουβέλα "Ο Α2". Μετά τη δικτατορία συνέχισε να ασκεί κριτική από τις σελίδες του περιοδικού "Τετράμηνα" ως το 1979. Ο Ρένος Αποστολίδης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Βασικό χαρακτηριστικό του έργου του είναι η κυριαρχία της παρεμβολής του συγγραφέα στη ροή της αφήγησης και η έκφραση της προσωπικής του άποψης και οπτικής του μύθου με τρόπο άμεσο. Βασική πηγή της θεματολογίας του είναι η περίοδος της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου, ιστορικά γεγονότα της οποίας εντάσσει στην αφήγησή του αξιοποιώντας τα και σχολιάζοντάς τα, τόσο για να κρίνει τις αρνητικές τους επιπτώσεις όσο και για να τονίσει το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν τους ήρωές του. Στα μεταγενέστερα έργα του στρέφεται προς τη σύγχρονή του πραγματικότητα, διατηρώντας ωστόσο την άποψή του για τον προδρομικό χαρακτήρα του Εμφυλίου στις μεταπολεμικές αλλαγές στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας. Έργα του μεταφράστηκαν στα ολλανδικά, γερμανικά, γαλλικά και άλλες ξένες γλώσσες. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ρένου Αποστολίδη βλ. Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, "Ρένος Αποστολίδης", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67", τ. β΄, σ. 224-247, Αθήνα: Σοκόλης, 1988, Χατζηφώτης Ι. Μ., "Αποστολίδης Ρένος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 2, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., και χ.σ., "Αποστολίδης Ρένος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ.1, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1983. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Θεοτόκης, Κωνσταντίνος

Συγγραφέας

Θεοτόκης Κωνσταντίνος (1872-1923). Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα, γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.Το 1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών. Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε δυο χρόνια αργότερα για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο, την παντρεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα στη Βοημία. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στον πύργο των Καρουσάδων. Τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα σε ηλικία πέντε ετών. Το 1901δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης. Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε. Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Εγχειρίστηκε στον Ευαγγελισμό και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για την Κέρκυρα, όπου πέθανε την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του. Στο

Βιζυηνός, Γεώργιος Μ., 1849-1897

Συγγραφέας

Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ' ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.

Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας 1930

Συγγραφέας

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930). Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, γιος γνωστού δικηγόρου της πόλης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό "Αργώ" και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού "Σκαπτή Ύλη" και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης. Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με το βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού "Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων". Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος "Οι Φρακασάνες" στο περιοδικό "Αργώ". Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα "Ταχυδρόμος" (Καβάλας), "Διάλογος" (Θεσσαλονίκης), "Διάλογος" (Λεχαινών), "Αντί", "Χάρτης", "Χρονικό", "Το Τέταρτο". Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων πεζογράφων. Χαρακτηριστική του έργου του είναι η κυριαρχία του νοσταλγικού αισθήματος για την εποχή της νεότητάς του και η πικρή διαπίστωση του αδύνατου της επιστροφής της και της σκληρότητας της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσω ωστόσο μιας γραφής λιτής, έντονα υπαινικτικής, έμμεσα κριτικής και διακριτικά ειρωνικής. Για περισσότερα βιογραφικά και κριτικά στοιχεία για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο βλ. Σπύρος Τσακνιάς, "Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67", τ. Στ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σ.154-168, και Αλέξης Ζήρας, "Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Χ." στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1697-1698. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Δημητρίου, Σωτήρης

Συγγραφέας

Ο Σωτήρης Δημητρίου (1955-) γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος "Τα Νέα" (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του "Η βραδυπορία του καλού"), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου" ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους ("Αμέρικα" του Σάββα Καρύδα, "Απ' το χιόνι" του Σωτήρη Γκορίτσα, "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.) Εργογραφία: - "Ψηλαφήσεις", ποιήματα, Δωδώνη, 1985, - "Ντιάλιθ' ιμ, Χριστάκη", διηγήματα, Ύψιλον, 1987· 2η έκδ. Κέδρος, 1990, 4η έκδ. 1998, - "Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη", διηγήματα, Κέδρος, 1989, 4η έκδ. 1998, - "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου", μυθιστόρημα, Κέδρος, 1993, 9η έκδ. 1998, - "Η φλέβα του λαιμού", διηγήματα, 1998, 4η έκδ. 1999· βραβείο διηγήματος περιοδικού "Διαβάζω" 1999, - "Η βραδυπορία του καλού", διηγήματα, Πατάκης, 2001· βραβείο διηγήματος περιοδικού "Διαβάζω" 2002, - "Τους τα λέει ο Θεός", μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2002, - "Τα οπωροφόρα της Αθήνας", αφήγημα, Πατάκης, 2005, - "Σαν το λίγο το νερό", μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2007, - "Τα ζύγια του προσώπου", διηγήματα, Πατάκης, 2009, - "Η σιωπή του ξερόχορτου", νουβέλα, Πατάκης, 2011, - "Το κουμπί και το φόρεμα", διηγήματα, Πατάκης, 2012· βραβείο διηγήματος Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών, 2013 Μεταφράσεις: Στα Αγγλικά: - "Woof, Woof Dear Lord and Other Stories", [tr.by]: Leo Marshall, Athens: Kedros, 1995. - "May Your Name Be Blessed", [tr.by]: Leo Marshall. University of Birmingham: Centre For Byzantine, Ottoman & Modern Greek Studies, 2000. Στα Γερμανικά: "Lass es dir gut gehen", [tr.by]: Birgit Hildebrand. Koln: Romiosini, 1998. Στα Ολλανδικά: "Het ga je goed, Dimitris" [tr.by]: Hero Hokwerda. Eironingen, Styx Reblications 2000

Καζαντζάκη, Γαλάτεια

Συγγραφέας

Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Η Γαλάτεια Αλεξίου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, πρωτότοκη κόρη του τυπογράφου Στυλιανού Αλεξίου και της Ειρήνης Ζαχαριάδη. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Η μόρφωσή της προήλθε από το οικογενειακό της περιβάλλον και από τη φοίτησή της σε γαλλικό σχολείο. Το 1911 παντρεύτηκε το Νίκο Καζαντζάκη, ενώ σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το Μάρκο Αυγέρη. Ιδεολογικά εντάχτηκε από νεανική ηλικία (γύρω στο 1920) στο Κ.Κ.Ε. και διώχτηκε για τη δράση της από τη δικτατορία του Μεταξά αλλά και την μεταπολεμική κυβέρνηση. Πέθανε μετά από τραυματισμό σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1906 με το πεζογράφημα Δικταίον Άντρον που δημοσίευσε στο περιοδικό Πινακοθήκη με το ψευδώνυμο Lalo de Kastro. Ακολούθησαν ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες της σε περιοδικά όπως ο Νουμάς, η Νέα Ζωή, το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τα Γράμματα, ο Μαύρος Γάτος, η Αναγέννηση, η Κρητική Στοά και άλλα, αρχικά με το πατρικό της όνομα ή με ψευδώνυμα και μετά τον πρώτο γάμο της με το όνομα Γαλάτεια Καζαντζάκη (από το 1914), το οποίο διατήρησε και μετά το διαζύγιό της. Το 1928 ανέλαβε υπεύθυνη ύλης στο Δελτίο της Εργατικής Βοήθειας (δημοσιογραφικού οργάνου του Κ.Κ.Ε.) και το 1931 αρχισυντάκτρια του περιοδικού Πρωτοπόροι. Ακολούθησε συνεργασία της με το περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και την εφημερίδα Ελεύθερη Γνώμη, όπου δημοσίευσε άρθρα κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε διαλέξεις παιδαγωγικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και εκδόσεις πεζογραφημάτων της. Οι λογοτεχνικές αναζητήσεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξεκίνησαν από το χώρο του αισθητισμού (με σαφείς επιρροές από το Νίκο Καζαντζάκη) και σταδιακά πέρασαν από τους χώρους της ηθογραφίας και του κοινωνικού προβληματισμού για να την οδηγήσουν το 1933 με το μυθιστόρημα Γυναίκες σε μια προσπάθεια προσέγγισης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στο χώρο της αντιστασιακής πεζογραφίας με έντονα ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η σταδιακή αντιπαράθεση τη Γαλάτειας με το Νίκο Καζαντζάκη, η οποία κορυφώθηκε στο τελευταίο της βιβλίο που είχε τίτλο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι και στόχο την απομυθοποιητική (ομολογουμένως μονομερή) απεικόνιση του παλιού συντρόφου της ζωής της. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Γαλάτειας Καζαντζάκη βλ. Αργυρίου Αλεξ., "Καζαντζάκη Γαλάτεια", Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Αφιέρωμα ·Γαλάτεια Καζαντζάκη · Εις μνήμην. Αθήνα, 1964, Καστρινάκη Αγγέλα, "Γαλάτεια Καζαντζάκη", Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.422-446. Αθήνα, Σοκόλης, 1997 και Μαυροειδή - Παπαδάκη Σοφία, "Καζαντζάκη Γαλάτεια", Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Καρκαβίτσας, Ανδρέας, 1865-1922

Συγγραφέας

O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της "Λυγερής" (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της "Εστίας" τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του "Ο ζητιάνος" το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο "Αθήναι", με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο "Σ' Ανατολή και Δύση" και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων "Λόγια της πλώρης" (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος "αειφυγία"). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου. Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα "Πάσχα στα πέλαγα" και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία ("Διηγήματα για τα παλικάρια μας" και "Διηγήματα του γυλιού"), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον "Αρματωλό", μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο τ

Βενέζης, Ηλίας, 1904 -1974

Συγγραφέας

Ηλίας Βενέζης (1904 - 1973). Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, γιος του Μιχαήλ Δ. Μέλλου και της Βασιλικής Γιαννακού Μπιμπέλα. Είχε έξι αδέρφια. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του και μια αδερφή του αποκλείστηκαν στη Μικρά Ασία και η υπόλοιπη οικογένεια κατέφυγε στη Μυτιλήνη, όπου ο συγγραφέας γράφτηκε στο Γυμνάσιο. Το 1919 επέστρεψαν όλοι στο Αϊβαλί (είχε προηγηθεί η αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία), εκτός από την Άρτεμη, κόρη της οικογένειας, που πέθανε από επιδημία ισπανικής γρίππης στη Μυτιλήνη. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους τούρκους και υπηρέτησε στα τάγματα εργασίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας για δεκατέσσερις μήνες. Αφέθηκε ελεύθερος το 1923 και επέστρεψε στη Λέσβο για να βρει την οικογένειά του. Εκεί εργάστηκε αρχικά στο Πλωμάρι ως υπάλληλος της Διευθύνσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στις τράπεζες Εθνική και Ελλάδος. Μετά από μετάθεσή του στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως το 1957. Το 1938 παντρεύτηκε την Σταυρίτσα Μολυβιάτη με καταγωγή από το Αϊβαλί, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Άννα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνελήφθη από τα S.S. και κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε εικοσιτρείς μέρες αργότερα μετά από εκκλήσεις του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και άλλων προσωπικοτήτων της εποχής. Πέθανε στην Αθήνα μετά από πολύχρονη και επώδυνη ασθένεια. Γραμματέας και διευθύνων σύμβουλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952) και διοικητικός διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) και αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), ο Ηλίας Βενέζης εκλέχτηκε επίσης μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1957), θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις διηγημάτων στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Ο Λόγος. Το 1927 βραβεύτηκε από το περιοδικό Νέα Εστία για το διήγημά του Ο θάνατος και αργότερα δημοσίευσε σε συνέχειες την πρώτη μορφή του εμπνευσμένου από την εμπειρία του στα τάγματα της Ανατολής έργου του Το νούμερο 31328, που εκδόθηκε το 1931. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Γαλήνη, Αιολική γη, Έξοδος και Ωκεανός, που κινούνται όλα, όπως και το πρώτο του στα πλαίσια του ντοκουμέντου, με σαφείς επιδράσεις από την ανθρωπιστική ιδεολογία του συγγραφέα. Ολοκλήρωσε επίσης διηγήματα, ιστορικές μελέτες, οδοιπορικά και το θεατρικό έργο Μπλοκ C, που πρωτοπαραστάθηκε το 1945 από το θίασο του Πέλου Κατσέλη. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις Η.Π.Α., όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1940 για τη Γαλήνη). Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ηλία Βενέζη βλ. Αθανασόπουλος Βαγγέλης, «Χρονολόγιο Ηλία Βενέζη (1904-1973)», Διαβάζω 337, 8/6/1994, σ.38-44, Αργυρίου Αλεξ., «Βενέζης Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Γιαλουράκης Μανώλης, «Βενέζης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Στεργιόπουλος Κώστας, «Ηλίας Βενέζης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β΄, σ.334-376. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Αλαβέρας, Τηλέμαχος

Συγγραφέας

Ο Τηλέμαχος Αλαβέρας (30 Σεπτεμβρίου 1926 - 30 Ιουνίου 2007) γεννήθηκε το 1926 στη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινή Βουλγαρία). Το επόμενο έτος η οικογένειά του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, πόλη την οποία έμελλε να μην εγκαταλείψει ποτέ. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1947 με διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1952 εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων "Τα αγρίμια του άλλου δάσους", η οποία δεν πέρασε απαρατήρητη από την κριτική. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου έγραψε μεταξύ άλλων: "Ο νέος πεζογράφος ξέρει πώς να συμπεριφέρεται απέναντι στα αλλεπάλληλα κύματα των αναμνήσεών του, ξέρει τι καλύτερο να κρατήσει απ΄ όσα του προσκομίζει η μνήμη του". Το 1955 ιδρύεται το λογοτεχνικό περιοδικό "Νέα Πορεία", το οποίο, παράλληλα με τη συγγραφική δουλειά του, αναδείχθηκε σε έργο ζωής, με υπεύθυνο έκδοσης τον ίδιο ως το θάνατό του. Για τη "Νέα Πορεία" τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη, το 2006, γεγονός που χαιρέτισε σύσσωμη η πνευματική Βόρειος Ελλάδα (μεταξύ άλλων ο Πρόδρομος Μάρκογλου, ο Μάρκος Μέσκος, ο Μάκης Τρικούκης, κ.ά.) Την ίδρυση της "Νέας Πορείας" ακολούθησαν τα βιβλία: "Το ρολόγι", μυθιστόρημα, 1957, "Το μισό του φεγγαριού", διηγήματα, 1960, "Το σημερινό συγγραφικό πρόβλημα", δοκίμιο, 1961, "Οδοστρωτήρας", μυθιστόρημα, 1963, "Διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης", μελέτη, 1970, "Οι άλλοι", θεατρικό, 1971, κ.ά. Από το σύνολο των βιβλίων του Τηλέμαχου Αλαβέρα, δύο τιμήθηκαν με κρατικά βραβεία -η συλλογή διηγημάτων "Απ' αφορμή", 1976, και το ταξιδιωτικό χρονικό "Σ' ευθεία γραμμή (Ταξίδι στην Πολωνία)", 1990- και ένα με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών -τα διηγήματα "Γωνίες και όψεις", 1985. Τον Ιούνιο του 2007 πρόλαβε να τιμηθεί με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Είχε διατελέσει μέλος σε πολλά συμβούλια και επιτροπές γύρω από πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, ενώ έκανε ομιλίες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη λοιπή Ελλάδα. Το 1962 υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της οποίας κατείχε τη γενική γραμματεία έως το 1980 οπότε και εκλέχθηκε πρόεδρος, θέση που διατήρησε μέχρι το τέλος. Παντρεμένος με την ποιήτρια Ρούλα Αλαβέρα, απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Πεζογραφήματά του μεταφράστηκαν στα ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, βουλγαρικά, σουηδικά, σερβικά, πολωνικά. (φωτογραφία: Κώστας Μητρόπουλος, 2001)

Κριτικές πελατών

Γράψτε μια κριτική

Τα νέα μας

Τo blog μας

Οι εκδηλώσεις μας

Παιδική εκδήλωση
Close

Παραλαβή απο κατάστημα

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Θα γίνει κράτηση στο όνομα σας και θα ειδοποιηθείτε με e-mail για την παραλαβή από το κατάστημα της επιλογής σας, αφού πρώτα επιβεβαιωθεί η πληρωμή .